- εικοσάλεπτο
- το1. νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών, εικοσαράκι, εικοσάρι.2. χρονικό διάστημα είκοσι λεπτών της ώρας: Απ' εδώ περνάει λεωφορείο κάθε εικοσάλεπτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.